- περιφραστικός
- -ή, -ό / περιφραστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιφράζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφρασηνεοελλ.φρ. «περιφραστικοί τύποι τού ρήματος» — οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών ρημάτων έχω και είμαι και άκλιτους τύπους ή παθητικές μετοχές, λ.χ. έχω πάει, είχα γράψει, θα έχω φύγει, είμαι βρεγμένος, ήμουν κρυωμένος, θα είμαι ντυμένος.επίρρ...περιφραστικῶς ΝΜΑ και περιφραστικά Νμε περίφραση.
Dictionary of Greek. 2013.